ζουρλός

ζουρλός
-ή, -ό
1. ανόητος, τρελός, παράφρονας
2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφορα («ζουρλός απ' τη χαρά του»)
3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» — για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζουρλός < σβουρλός (< σβουρίζομαι «στρέφομαι σαν σβούρα»)
κατ' άλλους, είναι προϊόν συμφυρμού: ζουρλός < ζερβός + τρελός. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία: ζουρλός < ζούρλα < ιταλ. zurlo «υπερβολική χαρά, μούρλια» (ρ. zurlare «κάνω τρέλες»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζούρλος — ο ναυτ. κοντό σχοινί, συνήθως πλεκτό, με το οποίο προσδένεται κάτι στην κεραία τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ζουρλός — ή, ό 1. τρελός. 2. πολύ ζωηρός: Ζουρλό παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζουρλαίνω — [ζουρλός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω, μουρλαίνω («τόν ζούρλαναν από το ξύλο») 2. ξεμυαλίζω, ξετρελαίνω 3. προξενώ σε κάποιον υπερβολική χαρά («τόν ζούρλανε με τα νέα που τού έφερε») …   Dictionary of Greek

  • κουζουλός — ή, ό (Μ κουζουλός, ή, ό) 1. τρελός, ζουρλός 2. κουλός, ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυπριακό τ. κούζα «στάμνα χωρίς χέρι» + κατάλ. ουλός (πρβλ. στρουμπ ουλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. κουλλός… …   Dictionary of Greek

  • ζαντός — ή, ό 1. τρελός, ζουρλός 2. παροιμ. «ζαντού ψωμίν σε φρόνιμον κοιλίαν» για τους συνετούς που επωφελούνται από την αφροσύνη τών άλλων …   Dictionary of Greek

  • ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] …   Dictionary of Greek

  • ζουρλομανδύας — και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η 1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες 2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» είσαι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας.… …   Dictionary of Greek

  • ζούρλα — και ζούρλια, η 1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα 2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη 3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» είναι εξαιρετικά ωραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός] …   Dictionary of Greek

  • κουρλός — ή, ό τρελός, ζουρλός, παλαβός …   Dictionary of Greek

  • μουρλός — ή, ό 1. τρελός, ανισόρροπος, ζουρλός 2. ασύνετος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μωρο λόγος, με κώφωση τού ω σε ου (για τον σχηματισμό πρβλ. ἁρματο λόγος > ἁρματολός). Κατ άλλους, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών μωρός + λωλός ή από το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”