ζούρλος — ο ναυτ. κοντό σχοινί, συνήθως πλεκτό, με το οποίο προσδένεται κάτι στην κεραία τού πλοίου … Dictionary of Greek
ζουρλός — ή, ό 1. τρελός. 2. πολύ ζωηρός: Ζουρλό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζουρλαίνω — [ζουρλός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω, μουρλαίνω («τόν ζούρλαναν από το ξύλο») 2. ξεμυαλίζω, ξετρελαίνω 3. προξενώ σε κάποιον υπερβολική χαρά («τόν ζούρλανε με τα νέα που τού έφερε») … Dictionary of Greek
κουζουλός — ή, ό (Μ κουζουλός, ή, ό) 1. τρελός, ζουρλός 2. κουλός, ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυπριακό τ. κούζα «στάμνα χωρίς χέρι» + κατάλ. ουλός (πρβλ. στρουμπ ουλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. κουλλός… … Dictionary of Greek
ζαντός — ή, ό 1. τρελός, ζουρλός 2. παροιμ. «ζαντού ψωμίν σε φρόνιμον κοιλίαν» για τους συνετούς που επωφελούνται από την αφροσύνη τών άλλων … Dictionary of Greek
ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
ζουρλομανδύας — και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η 1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες 2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» είσαι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας.… … Dictionary of Greek
ζούρλα — και ζούρλια, η 1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα 2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη 3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» είναι εξαιρετικά ωραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός] … Dictionary of Greek
κουρλός — ή, ό τρελός, ζουρλός, παλαβός … Dictionary of Greek
μουρλός — ή, ό 1. τρελός, ανισόρροπος, ζουρλός 2. ασύνετος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μωρο λόγος, με κώφωση τού ω σε ου (για τον σχηματισμό πρβλ. ἁρματο λόγος > ἁρματολός). Κατ άλλους, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών μωρός + λωλός ή από το ρ.… … Dictionary of Greek